αεροστεγής

αεροστεγής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επίρρ. -ώς χώρος κλεισμένος έτσι που να μην μπορεί να μπει αέρας σ’ αυτόν: Πολλά τρόφιμα σήμερα συσκευάζονται αεροστεγώς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροστεγής — ές 1. χώρος περιορισμένου συνήθως όγκου (δοχείο, φιάλη κ.λπ.), όπου δεν είναι δυνατόν να εισχωρήσει αέρας 2. φρ. «αεροστεγής συσκευασία», ειδική συσκευασία τροφίμων που δεν επιτρέπει την είσοδο τού αέρα με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η σήψη ή η… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεριοστεγής — ές ο αεροστεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + στεγής < στέγος] …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • πνιχτός — ή, ό /πνικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνιχτός, ή, ό, Ν [πνίγω] πνιγμένος, στραγγαλισμένος αρχ. 1. (για φαγητό) παρασκευασμένος μέσα σε ερμητικά κλεισμένο δοχείο 2. αεροστεγής. επίρρ... πνικτά και πνιχτά Ν 1. με πνιχτό τρόπο 2. μουλωχτά, κρυφά …   Dictionary of Greek

  • σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… …   Dictionary of Greek

  • στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… …   Dictionary of Greek

  • συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • υδατοστεγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο αδιαπέραστος από νερό, ο στεγανός, ο αδιάβροχος (πρβλ. αεροστεγής) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”